- φίλομβρος
- φίλομβροςrain-lovingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίλομβρος — ον, Α φιλόμβριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. ἄν ομβρος)] … Dictionary of Greek
φιλόμβριος — ον, Α [φίλομβρος] (για ζώο) αυτός που τού αρέσει η βροχή … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek